- υποθερμικός
- -ή, -ό, Ν [υποθερμία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποθερμία2. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζει υποθερμία3. (γεωλ.-πετρογρ.) (για πετρογενετική και μεταλλογενετική διεργασία) αυτός που συντελείται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, περίπου 300-500°C, και πιέσεις4. φρ. «υποθερμικά μεταλλεύματα»γεωλ. συγκεντρώσεις μεταλλικών ορυκτών, οι οποίες σχηματίστηκαν σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις από την δράση μεταλλοφόρων υδατικών διαλυμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.